παρελκύω
Προφορά
Ετυμολογία
παρελκύω μεταγενέστερη ελληνική παρελκύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παρελκύω
✦ επιβραδύνω με αναβολές, τρενάρω: στην ανάγκη θα έστελνα δική μας πρεσβεία στη Σπάρτη για να παρελκύσει τις συζητήσεις (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–