παρεκκλίνω
Προφορά
Ετυμολογία
παρεκκλίνω αρχαία ελληνική παρεκκλίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παρεκκλίνω
✦ απομακρύνομαι από θέση ή διεύθυνση, λοξοδρομώ
✦ (μτφ. ) παραβαίνω ηθικές, πολιτικές αρχές, διακηρυγμένους σκοπούς κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–