παρειά


παρειά
Προφορά

Ετυμολογία
παρειά αρχαία ελληνική παρειά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παρειά

✦ καθένα από τα δύο πλάγια μέρη του προσώπου, το μάγουλο: δύο δάκρυα εφαίνοντο ρέοντα επί των παρειών αυτού (Αλ. Παπαδιαμάντης)
(μτφ. ) τοίχωμα, πλευρό αγγείου, πλοίου κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.