παρείσακτος


παρείσακτος
Προφορά

Ετυμολογία
παρείσακτος μεταγενέστερη ελληνική παρείσακτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ παρείσακτος -η, -ο

✦ αυτός που μπήκε κάπου κρυφά ή επιτήδεια, χωρίς να έχει τα προσόντα ή χωρίς να έχει προσκληθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.