παρδαλός
Προφορά
Ετυμολογία
παρδαλός αρχαία ελληνική πάρδαλις
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παρδαλός -ή, -ό
✦ ποικιλόχρωμος
✦ γεμάτος στίγματα
✦ (μτφ. ) ασαφής, μπερδεμένος
✦ θηλ. η παρδαλή ως ουσ., γυναίκα ελευθερίων ηθών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
παρδαλά