παρδαλωτός


παρδαλωτός
Προφορά

Ετυμολογία
παρδαλωτός πάρδαλις

Ερμηνεία
επίθετο┘ παρδαλωτός -ή, -ό

✦ ποικιλόχρωμος, παρδαλός
✦ αρσ. παρδαλωτός ως ουσ. γένος μικρόσωμων ωδικών πουλιών, που απαντούν κυρίως στην Αυστραλία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.