παραχοντραίνω
Προφορά
Ετυμολογία
παραχοντραίνω παρά + χοντραίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραχοντραίνω
✦ παχαίνω κάποιον ή κάτι υπερβολικά
✦ συντελώ ώστε να φαίνεται κάποιος παχύτερος απ’ ό,τι είναι
✦ (μτφ. ) κάνω κάτι βαρύτερο, σκληρότερο, αυστηρότερο
✦ (αμτβ.) γίνομαι πολύ χοντρός
Συνώνυμα
παραπαχαίνω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–