παραφυλάγω
Προφορά
Ετυμολογία
παραφυλάγω αρχαία ελληνική παρα-φυλάττω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραφυλάγω
✦ (Κ παραφυλάττω κ. παραφυλάσσω) ενεδρεύω, στήνω καρτέρι: τον παραφύλαγε στη γωνιά και του ρίχτηκε – το βράδυ παραφύλαγε στο δρόμο (Κ. Χατζόπουλος)
Συνώνυμα
παραμονεύω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–