παραφορτώνω
Προφορά
Ετυμολογία
παραφορτώνω παρά + φορτώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραφορτώνω
✦ φορτώνω υπερβολικά
✦ (μτφ. ) επιβαρύνω κάποιον για πολλές δουλειές ή φροντίδες
✦ (μέσ.) παραφορτώνομαι, ενοχλώ με συχνές παρακλήσεις ή υπερβολικές απαιτήσεις, παραγίνομαι φορτικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–