παρατώ
Προφορά
Ετυμολογία
παρατώ αρχαία ελληνική παραιτῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παρατώ -άς, -ά
✦ αφήνω, εγκαταλείπω: οι άνθρωποι παρατούσανε τις δουλειές (Διδώ Σωτηρίου)
✦ φρ. παράτα με, άφησέ με ήσυχο, μη μ’ ενοχλείς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–