παρατρέχω
Προφορά
Ετυμολογία
παρατρέχω αρχαία ελληνική παρα-τρέχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παρατρέχω
✦ παραλείπω, παρασιωπώ κάτι
✦ τρέχω πολύ
✦ ανταγωνίζομαι στο τρέξιμο: να παρατρέξετε με τ’ αμάξια κι όποιος έρθει πρώτος, αυτόνε θα πάρω (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–