παρατηρητήριο
Προφορά
Ετυμολογία
παρατηρητήριο παρατηρητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παρατηρητήριο
✦ θέση απ’ όπου μπορεί κανείς να παρατηρήσει κάτι· ιδ. η φυσική ή ειδικά παρασκευασμένη θέση από την οποία κατοπτεύονται οι κινήσεις εχθρικού στρατού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–