παρατηρήτρια


παρατηρήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
παρατηρήτρια μεταγενέστερη ελληνική παρατηρητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παρατηρήτρια

✦ θηλ. παρατηρήτρια αυτός που παρατηρεί κάτι
✦ που κατοπτεύει τις κινήσεις αντίπαλου στρατεύματος
✦ ο εντεταλμένος να παρακολουθεί τη δραστηριότητα ιδρύματος, σώματος, εκδηλώσεως κτλ., χωρίς να συμμετέχει ενεργά σ’ αυτήν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.