παρατεταμένος


παρατεταμένος
Προφορά

Ετυμολογία
παρατεταμένος μτχ. παθ. πρκμ. του παρατείνω

Ερμηνεία
παρατεταμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) αυτός που διαρκεί πολλή ώρα: παρατεταμένη αγωνία – παρατεταμένα χειροκροτήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
παρατεταμένα κ.-ως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.