παραστρατώ


παραστρατώ
Προφορά

Ετυμολογία
παραστρατώ μεσαιωνική ελληνική παραστρατῶ

Ερμηνεία
παραστρατώ

✦ -είς, -εί κ. παραστρατίζω ρ. (παραστράτ-ησα κ. -ισα, -ημένος) εκτρέπομαι, παίρνω τον κακό δρόμο
✦ θηλ. μτχ. παθ. πρκμ. παραστρατημένη, η γυναίκα που εξόκειλε, που πήρε τον κακό δρόμο

Συνώνυμα
λοξοδρομώ, ξεστρατίζω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.