παραστατικός
Προφορά
Ετυμολογία
παραστατικός μεταγενέστερη ελληνική παραστατικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παραστατικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με την παράσταση, που γίνεται με τη βοήθεια παραστάσεων
✦ ο ικανός να παραστήσει κάτι, να εκφράζει κάτι με ακρίβεια και ζωντάνια: παραστατική αφήγηση
✦ το ουδ. το παραστατικό(ν) ως ουσ. (οικον.) έγγραφο που αποδεικνύει έξοδα, ή γεν. έγγραφο που βεβαιώνει οικονομική πράξη ή συναλλαγή: τα παραστατικά για το δάνειο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
παραστατικά (Κ παραστατικώς)