παραστέκω
Προφορά
Ετυμολογία
παραστέκω μεσαιωνική ελληνική παραστέκω, από το παρέστηκα, πρκμ. του αρχαίου ελληνικού παρίσταμαι
Ερμηνεία
παραστέκω
✦ κ. παραστέκομαι ρ. (παραστάθηκα) στέκω στο πλευρό, βοηθώ, συμπαρίσταμαι: να πάω κοντά της, να της παρασταθώ λιγάκι, να της δώσω τουλάχιστο την παρηγοριά μιας φιλικής παρουσίας (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–