παραστάτης


παραστάτης
Προφορά

Ετυμολογία
παραστάτης αρχαία ελληνική παραστάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παραστάτης

✦ θηλ. παραστάτιδα (Κ -τις, -ιδος) βοηθός, συνεπίκουρος: άγγελος παραστάτης – να γίνει παραστάτης κι οδηγός μου (Κ. Ουράνης)
✦ ο διπλανός στρατιώτης σε παράταξη
✦ καθένα από τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τον ή την σημαιοφόρο κατά τις παρελάσεις
✦ η παραστάδα (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.