παρασπόρι
Προφορά
Ετυμολογία
παρασπόρι παρά + σπόρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παρασπόρι
✦ τμήμα τσιφλικιού που καλλιεργείται από τον μισθωτή για δικό του λογαριασμό, χωρίς υποχρέωση αποδόσεως στον ιδιοκτήτη μέρους της σοδειάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–