παρασκηνιακός
Προφορά
Ετυμολογία
παρασκηνιακός παρασκήνιον
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παρασκηνιακός -ή, -ό
✦ ο των παρασκηνίων, που αναφέρεται ή γίνεται στα παρασκήνια
✦ (μτφ. ) που γίνεται κρυφά, χωρίς καμιά δημοσιότητα: παρασκηνιακές ενέργειες – ζυμώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
παρασκηνιακά (Κ παρασκηνιακώς)