παρασκευάστρια


παρασκευάστρια
Προφορά

Ετυμολογία
παρασκευάστρια αρχαία ελληνική παρασκευαστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παρασκευάστρια

✦ θηλ. παρασκευάστρια ο ασχολούμενος στην παρασκευή ουσίας, προϊόντος κτλ.
✦ (ειδ.) βοηθός καθηγητή πανεπιστημίου που ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα των ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια
✦ επαγγελματίας της κατηγορίας των παραϊατρικών επαγγελμάτων που έχει ειδικευθεί στις εργασίες μικροβιολογικού εργαστηρίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.