παρασιτισμός


παρασιτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
παρασιτισμός παρασιτώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παρασιτισμός

✦ ο τρόπος ζωής των παρασίτων, η σχέση μεταξύ δύο οργανισμών κατά την οποία ο ένας (παράσιτο) ζει τρεφόμενος εις βάρος του άλλου (ξενιστή)
✦ η κατάσταση προσώπου το οποίο τρέφεται εις βάρος άλλου ή άλλων
✦ δραστηριότητα που αποδίδει οφέλη μόνο σ’ εκείνους που την ασκούν και χαρακτηρίζεται ως κοινωνικά περιττή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.