παραπονιέμαι
Προφορά
Ετυμολογία
παραπονιέμαι μεσαιωνική ελληνική παραπονοῦμαι
Ερμηνεία
παραπονιέμαι
✦ κ. παραπονιούμαι κ. παραπονούμαι ρ. (παραπον-έθηκα, -εμένος) εκφράζω παράπονο: άλλο δεν τον ακούς, να παραπονιέται για την τύχη του
✦ (ειδ.) διατυπώνω ήπια διαμαρτυρία για προγενόμενη αδικία ή παραμέληση: οι αγρότες παραπονιούνται για έλλειψη κρατικής μέριμνας
Συνώνυμα
κλαψουρίζω, μεμψιμοιρώ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–