παραπομπή
Προφορά
Ετυμολογία
παραπομπή αρχαία ελληνική παραπομπή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παραπομπή
✦ αποστολή, διαβίβαση
✦ (νομ.) εισαγωγή σε δίκη
✦ (φιλολ.) σημείωση (σε παρένθεση, εντός κειμένου) ή υποσημείωση με την οποία ορίζεται επακριβώς η πηγή αποσπάσματος ή πληροφορίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–