παραπανιστός
Προφορά
Ετυμολογία
παραπανιστός παραπάνω
Ερμηνεία
παραπανιστός
✦ -α, -ο κ. παραπανιστός, -ή, -ό επίθ. περίσσιος, που είναι παραπάνω από το αρκετό ή το κανονικό
✦ άχρηστος, περιττός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
λιγοστός, λειψός ,χρειαζούμενος
Επιρρήματα
–