παραπέτασμα
Προφορά
Ετυμολογία
παραπέτασμα αρχαία ελληνική παραπέτασμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παραπέτασμα
✦ προκάλυμμα, κουρτίνα
✦ (μτφ. ) πρόσχημα
✦ σιδηρο[õν παραπέτασμα κ. απλώς παραπέτασμα, όρος που πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Ναζί Γκέμπελς και καθιερώθηκε αφού τον υιοθέτησε ο Βρετανός Πρωθυπουργός Τσόρτσιλ (1946) και δήλωνε μέχρι τη δεκαετία του 1980 τη Σοβιετική Ένωση και τις ανατολικές χώρες λόγω των στρατιωτικών, πολιτικών και ιδεολογικών φραγμών που υπήρχαν ανάμεσα στις χώρες αυτές και τις χώρες της Δύσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–