παραξενεύω


παραξενεύω
Προφορά

Ετυμολογία
παραξενεύω παράξενος

Ερμηνεία
ρήμα παραξενεύω

✦ κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει: με παραξενεύει η συμπεριφορά του
✦ (αμτβ.) γίνομαι ιδιότροπος: με τα χρόνια και τις αρρώστιες, παραξένεψε

Συνώνυμα
ξενίζω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.