παραλογοτεχνία


παραλογοτεχνία
Προφορά

Ετυμολογία
παραλογοτεχνία παρά + λογοτεχνία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παραλογοτεχνία

✦ γεν. όρος για να χαρακτηρίσει το σύνολο της παραγωγής έργων του γραπτού λόγου, τα οποία δεν έχουν λογοτεχνική ή γεν. καλλιτεχνική αξία: μπαίνουμε στην εποχή της παραλογοτεχνίας των ευρωπαϊκών επαρχιών (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.