παραλληλισμός


παραλληλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
παραλληλισμός μεταγενέστερη ελληνική παραλληλισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παραλληλισμός

✦ η ενέργεια του παραλληλίζω, παράλληλη τοποθέτηση
✦ σύγκριση
✦ (λογοτεχν.) επανάληψη της ίδιας έννοιας με δύο ισοδύναμες εκφράσεις ή παράθεση δύο ανάλογων εικόνων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.