παραλληλεπίπεδος
Προφορά
Ετυμολογία
παραλληλεπίπεδος μεταγενέστερη ελληνική παραλληλεπίπεδος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παραλληλεπίπεδος -η, -ο
✦ που τελειώνει σε παράλληλα επίπεδα
✦ το ουδ. το παραλληλεπίπεδο(ν) ως ουσ., στερεό με επιφάνειες παράλληλες και επίπεδες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–