παραλλαγή
Προφορά
Ετυμολογία
παραλλαγή αρχαία ελληνική παραλλαγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παραλλαγή
✦ μεταβολή, διαφοροποίηση
✦ καθετί που ελάχιστα διαφέρει από κάτι άλλο
✦ (μουσ.) επανάληψη μουσικού θέματος που διαρκώς μεταβάλλεται, χωρίς να αλλοιώνεται ριζικά ο αρχικός χαρακτήρας του
✦ (στρατ.) τεχνητή απόκρυψη θέσης, αντικειμένου ή και οπλιτών με σκοπό την παραπλάνηση του εχθρού, καμουφλάζ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–