παραληρώ
Προφορά
Ετυμολογία
παραληρώ αρχαία ελληνική παραληρῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραληρώ -είς, -εί
✦ φλυαρώ χωρίς νόημα, αραδιάζω ασυναρτησίες, παραμιλώ
✦ (μτφ. ) κυριεύομαι από φρενίτιδα ενθουσιασμού: τον υποδέχτηκαν παραληρούντα πλήθη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–