παραλείπω
Προφορά
Ετυμολογία
παραλείπω αρχαία ελληνική παραλείπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραλείπω
✦ αφήνω κάτι ανεκτέλεστο, αμελώ: παρέλειψε το καθήκον του – παρέλειψες να υπογράψεις το συμφωνητικό
✦ αποσιωπώ: παραλείπω όσα είναι ευκολονόητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–