παραλήρημα
Προφορά
Ετυμολογία
παραλήρημα μεταγενέστερη ελληνική παραλήρημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παραλήρημα
✦ παραμιλητό |(ιατρ.) σύμπτωμα φρενοπάθειας που εκδηλώνεται ως ασυνάρτητη φλυαρία, ντελίριο
✦ (μτφ. ) ομαδικός ενθουσιασμός, ομαδική υστερία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–