παραλήπτρια


παραλήπτρια
Προφορά

Ετυμολογία
παραλήπτρια μεταγενέστερη ελληνική παραλήπτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παραλήπτρια

✦ θηλ. παραλήπτρια πρόσωπο που παραλαμβάνει κάτι παραδιδόμενο ή αποστελλόμενο

Συνώνυμα

Αντίθετα
παραδότης, αποστολέας
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.