παρακυλώ
Προφορά
Ετυμολογία
παρακυλώ παρά + κυλώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παρακυλώ -άς, -ά
✦ (για πλοίο) γέρνω πότε στη μια και πότε στην άλλη πλευρά, κλυδωνίζομαι εξαιτίας τρικυμίας
✦ (μέσ.) παρακυλιέμαι, κυλιέμαι πολύ: παρακυλίστηκε στα χώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–