παρακρατώ
Προφορά
Ετυμολογία
παρακρατώ μεταγενέστερη ελληνική παρακρατῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παρακρατώ -είς, -εί
✦ συνεχίζομαι περισσότερο απ’ όσο πρέπει: παρακράτησε το αστείο
✦ αποθηκεύω μέρος προϊόντος για επωφελέστερη διάθεση
✦ κρατώ μέρος από το ποσό που πρόκειται να δώσω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–