παραιτησίας
Προφορά
Ετυμολογία
παραιτησίας παραίτηση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παραιτησίας
✦ αυτός που παραιτείται ή παραιτήθηκε από κάτι: η περίφημη εποχή μας… βρίθει στο βάθος… από κάθε λογής «παραιτησίες» (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–