παραθυρόφυλλο
Προφορά
Ετυμολογία
παραθυρόφυλλο παράθυρον + φύλλον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παραθυρόφυλλο
✦ το τζαμωτό πλαίσιο που κλείνει το άνοιγμα του παραθύρου
✦ καθένα από τα εξωτερικά ξύλινα πλαίσια με τα οποία κλείνονται τα ανοίγματα των παραθύρων: τα μανταλωμένα παραθυρόφυλλα αφήνουν μια στενή στήλη φωτός (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–