παραθερίστρια


παραθερίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
παραθερίστρια παραθερίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παραθερίστρια

✦ θηλ. παραθερίστρια πρόσωπο που παραθερίζει, που μένει στην εξοχή το καλοκαίρι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.