παραζαλίζω
Προφορά
Ετυμολογία
παραζαλίζω παρά + ζαλίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραζαλίζω
✦ ζαλίζω πολύ, θολώνω το μυαλό: ήταν ακόμα παραζαλισμένος απ’ τον καβγά – μας παραζάλισες με τις φωνάρες σου
✦ (γεν.) ταράζω, στενοχωρώ κάποιον υπερβολικά
Συνώνυμα
παρασκοτίζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–