παραζάλη
Προφορά
Ετυμολογία
παραζάλη παρά + ζάλη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παραζάλη
✦ δυνατή ζάλη: βρισκότανε σε παραζάλη, από το πολύ πιοτό
✦ (γεν.) μεγάλη ταραχή, σύγχυση: ήτανε τέτοια η παραζάλη του κόσμου, που έχανε η μάνα το παιδί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–