παραδειγματίζω
Προφορά
Ετυμολογία
παραδειγματίζω μεταγενέστερη ελληνική παραδειγματίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραδειγματίζω
✦ διδάσκω ή σωφρονίζω με το παράδειγμα: ο δάσκαλος τον τιμώρησε περισσότερο για να παραδειγματίσει τους άλλους
✦ (μέσ.) παραδειγματίζομαι, διδάσκομαι από το παράδειγμα ή το πάθημα άλλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–