παραδίνω
Προφορά
Ετυμολογία
παραδίνω μεταγενέστερη ελληνική παραδίδω
Ερμηνεία
παραδίνω
✦ κ. παραδίνω ρ. (παρέδ-ωσα, παραδ-όθηκα, -ομένος) δίνω κάτι στον δικαιούχο ή όπου πρέπει
✦ παραχωρώ ή μεταβιβάζω την κυριότητα ή τη χρήση πράγματος
✦ μεταβιβάζω αξίωμα, υπηρεσία σε αντικαταστάτη
✦ εμπιστεύομαι
✦ (για δασκάλους) διδάσκω
✦ δίνω περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει: μην του παραδίνεις θάρρος
✦ (μέσ.) παραδίδομαι κ. παραδίνομαι, υποτάσσομαι
✦ αφήνομαι, εγκαταλείπομαι: μην παραδίνεσαι στα πάθη σου
✦ (για γυναίκα) δίνω το σώμα μου για ηδονή
✦ (τριτοπρ.) παραδίδεται, το λέει η παράδοση, η προφορική μετάδοση από γενιά σε γενιά
✦ παραδίδω το πνεύμα, ή απλώς παραδίνω, ξεψυχώ: την αυγή, παρέδωσε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–