παραδέχομαι
Προφορά
Ετυμολογία
παραδέχομαι αρχαία ελληνική παρα-δέχομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραδέχομαι
✦ δέχομαι κάτι ως σωστό, συμφωνώ, εγκρίνω
✦ αναγνωρίζω, ομολογώ κάτι
✦ πληθ. ουδ. μτχ. παθ. πρκμ. τα παραδεδεγμένα ως ουσ., όσα ισχύουν κατά παράδοση (ήθη, έθιμα, θρησκευτικό δόγμα κτλ.)
Συνώνυμα
αποδέχομαι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–