παραγκωνίζω
Προφορά
Ετυμολογία
παραγκωνίζω μεταγενέστερη ελληνική παραγκωνίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραγκωνίζω
✦ απωθώ, σπρώχνω με τον αγκώνα
✦ (μτφ. ) παραμερίζω άλλον για προσωπική μου ανάδειξη: συνέβη ως και να φυλακιστούν σπουδαίοι αρχηγοί του αγώνα, αφού παραγκωνίστηκαν από την πολιτική ζωή του τόπου (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
υποσκελίζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–