παραγιός
Προφορά
Ετυμολογία
παραγιός παρά + γιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παραγιός
✦ μαθητευόμενος, βοηθός τεχνίτη
✦ θετός γιος, ψυχοπαίδι
✦ νεαρός υπηρέτης: μέσα στο κονάκι δούλευαν παρακόρες, παραγιοί (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–