παραγίνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
παραγίνομαι παρά + γίνομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραγίνομαι
✦ γίνομαι σε υπέρμετρο βαθμό, ξεπερνώ τα όρια του ανεκτού: παράγινε γκρινιάρης – έχει παραγίνει το κακό
✦ (για καρπούς) υπερωριμάζω, παραωριμάζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–