παραίσθηση
Προφορά
Ετυμολογία
παραίσθηση μεταγενέστερη ελληνική παραίσθησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παραίσθηση
✦ ψυχική διαταραχή που εκδηλώνεται ως απάτη των αισθήσεων και προκαλεί σφαλερές αντιλήψεις, ψευδαισθησία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–