παρένθεση
Προφορά
Ετυμολογία
παρένθεση μεταγενέστερη ελληνική παρένθεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παρένθεση
✦ παρεμβολή επεξηγηματική, φράση παρένθετη σε λόγο, και συντακτικά άσχετη, που θα μπορούσε και να παραλειφθεί
✦ (γραμμ.) δύο σημεία () που περικλείουν την παρένθετη φράση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–